μερίμνημα

μερίμνημα
μερίμνημα, τό (ΑM, Μ δωρ. τ. μερίμναμα) [μεριμνώ]
μέριμνα, φροντίδα
μσν.
αντικείμενο μέριμνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεριμνήμασιν — μερίμνημα anxiety neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνήματα — μερίμνημα anxiety neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνήματ' — μεριμνήματα , μερίμνημα anxiety neut nom/voc/acc pl μεριμνήματι , μερίμνημα anxiety neut dat sg μεριμνήματε , μερίμνημα anxiety neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνηματικός — μεριμνηματικός, ή, όν (Α) [μερίμνημα] 1. αυτός που προκαλεί μέριμνα, ανησυχία 2. αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.) …   Dictionary of Greek

  • μεριμναμάτων — μεριμνᾱμάτων , μερίμνημα anxiety neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”